Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περητός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. περατός … Dictionary of Greek
περατός — και ιων. τ. περητός, ή, όν, Α [περώ] 1. αυτός από τον οποίο μπορεί να περάσει κανείς, διαβατός 2. ο περατικός 3. (για ποταμό) ο πλωτός … Dictionary of Greek